IgE-μεσολαβούμενη αλλεργία στο κρέας

Η αλλεργία στο κρέας είναι σχετικά σπάνια και περιλαμβάνει αφενός τις IgE μεσολαβούμενες αντιδράσεις, στις οποίες συγκαταλέγονται οι αναφυλακτικού τύπου και το α-Gal σύνδρομο, και αφετέρου μορφές αλλεργίας με non-IgE μηχανισμό, όπως το FPIES (food protein-induced enterocolitis syndrome), την FPE (food protein-induced enteropathy) και την FPIAP (food protein-induced allergic proctocolitis). Η αλλεργία στο κρέας μπορεί επίσης να εκδηλώνεται ως ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα και γαστρεντεροπάθεια, που θεωρούνται νοσήματα μικτού μηχανισμού. Η non-IgE αλλεργία στο κρέας απαντάται κυρίως ως FPIES.
Η IgE-μεσολαβούμενη αλλεργία στο κρέας απαντάται σε ποσοστό 0,3-2,6% του γενικού πληθυσμού, αλλά είναι πιο συχνή σε άτομα με ατοπική δερματίτιδα (3,3-6,5%) και αλλεργία στο γάλα αγελάδας (έως 20%). Αφορά το μοσχαρίσιο, το χοιρινό, το αρνίσιο και κατσικίσιο κρέας, αλλά μπορεί και κρέας από οποιοδήποτε θηλαστικό (κουνέλι, καγκουρό, φάλαινα, φώκια, κροκόδειλος).
Στην κλασσική της μορφή, τα άτομα που την εμφανίζουν, ευαισθητοποιούνται στα αλλεργιογόνα του κρέατος μέσω του πεπτικού συστήματος και παρουσιάζουν άμεσα μετά την κατανάλωση του κρέατος συμπτώματα τροφικής αλλεργίας, όπως κνησμό, κνίδωση και αγγεοοίδημα από το δέρμα, καταρροή, πταρμούς έως και οίδημα του λάρυγγα και βροχγόσπασμο με δυσκολία στην αναπνοή από το αναπνευστικό, κοιλιακό άλγος, έμετο ή διάρροια από το πεπτικό και υπόταση με αίσθημα ζάλης ή λιποθυμίας από το καρδιαγγειακό σύστημα. Τα συμπτώματα της τροφικής αλλεργίας μπορεί να είναι ήπια ή σοβαρά. Τα συμπτώματα διαφέρουν από άτομο σε άτομο, αλλά και στο ίδιο άτομο από την έκθεση στο ίδιο τρόφιμο σε διαφορετικές περιόδους.
Τα κύρια αλλεργιογόνα που εμπλέκονται στην αλλεργία στο κρέας είναι η βόειος αλβουμίνη ορού (bovine serum albumin – BSA) και η ανοσοσφαιρίνη (gamma globulin) στο μοσχαρίσιο κρέας και οι αλβουμίνες ορού άλλων θηλαστικών, όπως του χοίρου και του κουνελιού. Σπανιότερα ανευρίσκεται αλλεργία σε άλλες πρωτεΐνες του μοσχαριού, όπως την ακτίνη, μυοσίνη, τροπομυοσίνη και α-παρβαλβουμίνη. Οι αλβουμίνες του ορού έχουν το χαρακτηριστικό ότι διαπερνούν το ενδοθήλιο και μεταφέρονται προς τα επιθήλια, οπότε ανευρίσκονται στο κρέας, το γάλα και το δέρμα των ζώων. Έτσι, σε ευαισθητοποιημένα άτομα μπορεί να εμφανίζονται αντιδράσεις όχι μόνο μετά τη βρώση του κρέατος, αλλά και εξ επαφής ή μετά έκθεση από το αναπνευστικό σε επιθήλια του ζώου. Η παρουσία μάλιστα της BSA στο αγελαδινό γάλα έχει ως αποτέλεσμα η πλειονότητα των ατόμων που είναι ευαισθητοποιημένα στο μοσχαρίσιο κρέας να είναι αλλεργικά στο αγελαδινό γάλα (έως 93%), αλλά και αντίστροφα, κάποια από τα άτομα με αλλεργία στο γάλα αγελάδας (ευαισθητοποιημένα στην BSA) να παρουσιάζουν αλλεργία στο μοσχαρίσιο κρέας (έως 20%)! Η διασταυρούμενη αντιδραστικότητα μεταξύ των αλβουμινών διαφορετικών ειδών είναι συχνή, αλλά συνήθως αφορά «συγγενή» φυλογενετικά είδη ζώων, π.χ. μοσχάρι και χοιρινό. Μία ενδιαφέρουσα μορφή αλλεργίας που οφείλεται σε διασταυρούμενη αντιδραστικότητα είναι το pork-cat syndrome. Σε αυτό το σύνδρομο, που οφείλεται στην παρόμοια δομή της αλβουμίνης ορού του χοίρου και της γάτας, άτομα που έχουν ευαισθητοποιηθεί πρωτοπαθώς στη αλβουμίνη ορού του επιθηλίου της γάτας, μέσω έκθεσης από το αναπνευστικό, παρουσιάζουν αντίδραση μετά από βρώση χοιρινού κρέατος, το οποίο περιέχει χοίρειο αλβουμίνη ορού! Το σύνδρομο εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα > 8 ετών, κυρίως δε σε εφήβους και ενήλικες. Οι αντιδράσεις εμφανίζονται γρήγορα μετά τη βρώση χοιρινού κρέατος και ποικίλουν από ήπιες, όπως π.χ. αίσθημα κνησμού στη στοματική κοιλότητα κατά τη διάρκεια του γεύματος, έως και σοβαρές αναφυλακτικές αντιδράσεις.
Εκτός από την κλασσική IgE αλλεργία στο κρέας, τα τελευταία χρόνια έχει περιγραφεί και μία άλλη, ιδιαίτερη μορφή IgE-μεσολαβούμενης αλλεργίας, το α-Gal σύνδρομο. Πρόκειται για μία επιβραδυνόμενη αναφυλαξία όχι σε κάποια πρωτεΐνη, αλλά στον ολιγοσακχαρίτη Gal-α1,3Gal-β1,4GlcNAcR (α-Gal). H α-Gal υπάρχει σε γλυκολιπίδια και γλυκοπρωτεΐνες στο κρέας, τα εσωτερικά όργανα και το γάλα στα μη πρωτεύοντα θηλαστικά. Η αλλεργική ευαισθητοποίηση στον άνθρωπο συμβαίνει μετά από νυγμό κρότωνα, ο οποίος με το σάλιο του εισάγει στον ανθρώπινο οργανισμό τον ολιγοσακχαρίτη. Ενοχοποιείται κυρίως ο νυγμός του κρότωνα Amblyomma americanum (lone star tick) στη Β.Αμερική, αλλά και άλλα είδη τσιμπουριών σε άλλες περιοχές : Ixodes ricinus (Ευρώπη), Ixodes holocyclus (Αυστραλία), Amblyomma testudinarium (Ιαπωνία). Το σύνδρομο παρουσιάζει σημαντική γεωγραφική διακύμανση στα ποσοστά της αλλεργίας, σχετιζόμενη με τις τοπικές διατροφικές συνήθειες, αλλά και την ευαισθητοποίηση στην α-Gal (παρουσία συγκεκριμένων ειδών κρότωνα). Χαρακτηριστικά, το τσίμπημα προηγείται της εκδήλωσης αλλεργίας κάποιους μήνες, κατά τους οποίους ο ασθενής καταναλώνει κρέας χωρίς αντίδραση. Μετά την εκδήλωση της αλλεργίας όμως, οι ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα κάθε φορά που καταναλώνουν κρέας, τα οποία ποικίλουν από ήπιες αντιδράσεις έως και αναφυλαξία. Τα συμπτώματα εμφανίζονται καθυστερημένα, 3-6 ώρες μετά το γεύμα, στα παιδιά ίσως και λίγο πιο σύντομα, περί τις 2ώρες). Η συγκεκριμένη αλλεργία εκδηλώνεται μετά τη βρώση μοσχαρίσιου και χοιρινού κρέατος, αλλά και κρέατος άλλων θηλαστικών (αιγοπροβάτων, λαγού, ελαφιού κ.ά.). Α γαλακτόζη περιέχουν και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, αλλά οι ασθενείς συνήθως τα καταναλώνουν χωρίς πρόβλημα. Σπάνια εμφανίζονται αντιδράσεις σε φάρμακα, εμβόλια και τροφές που περιέχουν ζελατίνη ή κολλαγόνο.
Η διάγνωση της αλλεργίας στο κρέας καθοδηγείται καταρχήν από τη λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού. Πληροφορίες όπως η ηλικία του ασθενή, η συνύπαρξη άλλων αλλεργικών νοσημάτων, η τροφή και ο τρόπος παρασκευής της τροφής που καταναλώθηκε, ο χρόνος εμφάνισης και το είδος των αντιδράσεων μπορεί να μας οδηγήσουν προς τη σωστή διάγνωση. Επί υποψίας α-Gal συνδρόμου θα πρέπει να ερωτηθούν οι ασθενείς για νυγμό κρότωνα στο παρελθόν. Χρήσιμα διαγνωστικά εργαλεία αποτελούν οι δερματικές δοκιμασίες νυγμού με εμπορικά εκχυλίσματα ή με το ύποπτο τρόφιμο (SPTs/P2P) και η μέτρηση στο αίμα των ειδικών IgE για το μοσχαρίσιο, το χοιρινό κ.ά. κρέατα. Σε περίπτωση υποψίας pork-cat συνδρόμου διενεργείται επιπροσθέτως έλεγχος και για ευαισθητοποίηση στο επιθήλιο γάτας. Τέλος, πολύ χρήσιμα για τη διάγνωση, ιδίως του α-Gal συνδρόμου, είναι τα μοριακά αλλεργιογόνα (allergen components), που έχουν και τη μεγαλύτερη ευαισθησία και ειδικότητα. Δοκιμασίες πρόκλησης δεν γίνονται συστηματικά, παρά μόνο σε εξειδικευμένα αλλεργιολογικά κέντρα, λόγω της πιθανότητας εμφάνισης καθυστερημένων αντιδράσεων (α-Gal σύνδρομο).
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση, είναι απαραίτητο οι ασθενείς να έχουν γραπτό πλάνο για την αναγνώριση των συμπτωμάτων και την αγωγή αντιμετώπισης αντιδράσεων/ενδεχόμενου επεισοδίου αναφυλαξίας. Θα πρέπει να τους συνταγογραφείται αυτοενιέμενη αδρεναλίνη και να εκπαιδεύονται στη χρήση της. Παράλληλα, δίδονται κατά κανόνα οδηγίες για αποφυγή βρώσης κόκκινου κρέατος, ενδεχομένως και γαλακτοκομικών. Στο α-Gal σύνδρομο συστήνεται επιπλέον αποφυγή προϊόντων που περιέχουν ζελατίνη (π.χ. marshmallows), κολλαγόνο, λαρδί, καθώς και κάποιων φαρμάκων. Σε μερίδα ασθενών μπορεί να δοθεί εξατομικευμένη οδηγία για κατανάλωση κάποιων κρεάτων, ασφαλώς μετά από τον κατάλληλο αλλεργιολογικό έλεγχο. Νέα δήγματα από κρότωνες θα πρέπει να αποφεύγονται, καθώς έτσι συντηρείται η ευαισθητοποίηση στην α-Gal. Τέλος, συστήνεται αποφυγή έκθεσης σε επιθήλιο γάτας στο pork-cat syndrome.
Σε ό,τι αφορά τη φυσική πορεία της νόσου, πολλά παιδιά με πρωτοπαθή αλλεργία στο μοσχάρι την ξεπερνούν μέχρι τα 5 έτη και το 90% μέχρι τα 11 έτη. Στο α-Gal syndrome αναφέρεται υποχώρηση της αλλεργίας από 1 έως αρκετά χρόνια. Το pork-cat syndrome αντίθετα, φαίνεται να είναι μια πιο επίμονη μορφή αλλεργίας στο κρέας.
Αναστασία Γεωργούντζου
Παιδίατρος, PhD